συμφοιτητής

συμφοιτητής
ο
θηλ. συμφοιτήτρια αυτός που φοιτά μαζί με άλλον σε ανώτατη σχολή: Κάλεσε στο σπίτι του τους συμφοιτητές του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συμφοιτητής — schoolfellow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφοιτητής — ο, ΝΑ, θηλ. συμφοιτήτρια Ν [συμφοιτῶ] νεοελλ. φοιτητής μαζί με άλλον, αυτός που φοιτά ή έχει φοιτήσει στην ίδια ανώτερη ή ανώτατη σχολή με κάποιον άλλον αρχ. 1. συμμαθητής 2. (ειδικά) συμπροσκυνητής* στον ναό τού Ασκληπιού …   Dictionary of Greek

  • συμφοιτηταῖς — συμφοιτητής schoolfellow masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφοιτηταί — συμφοιτητής schoolfellow masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφοιτητοῦ — συμφοιτητής schoolfellow masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφοιτητῇ — συμφοιτητής schoolfellow masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφοιτητήν — συμφοιτητής schoolfellow masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφοιτητῶν — συμφοιτητής schoolfellow masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφοιτητάς — συμφοιτητά̱ς , συμφοιτητής schoolfellow masc acc pl συμφοιτητά̱ς , συμφοιτητής schoolfellow masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσπουδαστής — ο, ΝΜ, και θηλ. συσπουδάστρια Ν [συσπουδάζω] νεοελλ. αυτός που σπουδάζει μαζί με άλλους, συμμαθητής ή συμφοιτητής μσν. αυτός που προθυμοποιείται μαζί με άλλον για την εκτέλεση ενός έργου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”